ἔφερες

ἔφερες
φέρω
fero
imperf ind act 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • 'φερες — ἔφερες , φέρω fero imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Глагол в праиндоевропейском языке — Глагол  часть речи праиндоевропейского языка. Глагол в праиндоевропейском языке обладал категориями лица, числа, времени, залога и наклонения[1]. Реконструкция праиндоевропейской глагольной системы  самая трудная область… …   Википедия

  • σκορπίζω — ΝΑ, και σκροπίζω Ν 1. διαλύω ένα σύνολο στα μέρη που τό συγκροτούν και τά πετώ εδώ και εκεί, σκορπώ, διασκορπίζω, διασπείρω (α. «να μάσω τα μπουλούκια μου που τά χω σκορπισμένα», δημ. τραγούδι β. «τοὺς δ ὄρνεις ἐπιστάντας τὰ μὲν ἐσθίειν τὰ δὲ… …   Dictionary of Greek

  • φόνιος — ον, θηλ. και ία, Α [φόνος] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προέρχεται από φόνο («φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον», Αισχύλ.) 2. κηλιδωμένος με αίμα («χεῑρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 3. (για πράγμ. και για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που επιφέρει… …   Dictionary of Greek

  • ψωριάρικος — η, ο, Ν [ψωριάρης] 1. (ιδίως για ζώο) ψωραλέος 2. το ουδ. ως ουσ. το ψωριάρικο κακομοιριασμένο ζώο («τί τό έφερες εδώ αυτό το ψωριάρικο;») …   Dictionary of Greek

  • αναπάντεχος — αναπάντεχος, η, ο και ανεπάντεχος, η, ο επίρρ. α (στερητ. αν και ρ. απαντέχω = περιμένω), αυτός που δεν περιμένουμε, απροσδόκητος: Αναπάντεχα νέα μάς έφερες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γονιασμένος — η, ο (για το κερί), ακάθαρτος: Το κερί που έφερες ήταν γονιασμένο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαστορικός — ή, ό 1.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μάστορα: Έφερες τα μαστορικά εργαλεία; 2. ο φτιαγμένος με τέχνη, με μαστοριά: Μαστορικά ξυλόγλυπτα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • με — I αιτιατική της προσωπικής αντωνυμίας εγώ: Γιατί με έφερες εδώ; II πρόθ. (μπαίνει πριν από αιτ.), έχει διάφορες σημασίες: 1. μαζί: Πήγα μια βόλτα με τη μητέρα μου. 2. στενή επαφή: Ήρθαν πρόσωπο με πρόσωπο. 3. αντίθεση, εναντίωση: Τσακώθηκε με τον …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πικρόγλυκος — η, ο 1. αυτός που έχει γεύση πικρή και γλυκιά μαζί. 2. μτφ., ο ευχάριστος και δυσάρεστος ταυτόχρονα: Μου έφερες νέα πικρόγλυκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”